δαπανῶμαι

δαπανῶμαι
δαπανάω
spend
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
δαπανάω
spend
pres ind mp 1st sg
δαπανάω
spend
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
δαπανόω
expend
pres subj mp 1st sg
δαπανόω
expend
pres ind mp 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δαπανώμαι — δαπανώμαι, δαπανήθηκα, δαπανημένος βλ. πίν. 61 και πρβλ. δαπανιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιδαπανώμαι — άομαι, Α δαπανώμαι, σκορπίζομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαπανῶμαι (< δαπάνη)] …   Dictionary of Greek

  • παραναλίσκω — ή παραναλόω Α 1. δαπανώ, ξοδεύω περισσότερα από όσο πρέπει, σπαταλώ, ασωτεύω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. παθ. παραναλίσκομαι (για πρόσ.) θυσιάζομαι άδικα, ανώφελα 4. (η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. και μέσ. παρακμ.) παραναλούμενος και παραναλωμένος… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • προσαναισιμούμαι — όομαι, Α δαπανώμαι, καταναλώνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναισιμῶ «ξοδεύω, καταναλίσκω»] …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

  • δαπανιέμαι — δαπανιέμαι, δαπανήθηκα, δαπανημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. δαπανώμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”